αναβρασμός

αναβρασμός
αναβρασμός, ο και ανάβραση, η και αναβρασμό, το
έξαψη, ταραχή, αγανάχτηση: Οι εργατικές οργανώσεις βρίσκονται σε αναβρασμό εξαιτίας του κυβερνητικού νομοσχεδίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀναβρασμός — boiling up masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναβρασμός — Ταχεία έκλυση αερίου από ένα υγρό, που εκδηλώνεται με έντονη ανάπτυξη φυσαλίδων. Η ανάπτυξη αερίου μπορεί να οφείλεται σε χημική αντίδραση (π.χ. μεταξύ ενός οξέος και ενός δισανθρακικού άλατος) ή σε ελάττωση της διαλυτότητας του αερίου στο υγρό,… …   Dictionary of Greek

  • ἀναβρασμοί — ἀναβρασμός boiling up masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβρασμοῦ — ἀναβρασμός boiling up masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβρασμούς — ἀναβρασμός boiling up masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβρασμῷ — ἀναβρασμός boiling up masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβρασμόν — ἀναβρασμός boiling up masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακόχλαση — η [ανακοχλάζω] 1. δυνατό βράσιμο, αναβρασμός 2. βρασμός ψυχής, ψυχικός αναβρασμός …   Dictionary of Greek

  • ανάβραση — η (Α ἀνάβρασις) ο αναβρασμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβράσσω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναβρασίλα] …   Dictionary of Greek

  • αναβράσσω — ἀναβράσσω και άττω (Α) 1. βράζω κάτι καλά, μέχρι κοχλασμού 2. τινάζω κάτι προς τα επάνω, εκσφενδονίζω 3. πηδώ έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + βράσσω. ΠΑΡ. ἀνάβραση( ις), ἀναβρασμός, ἀνάβραστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”